προσέλκω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: προσελκύω

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσέλκω < προσ- + ἕλκω

Ρήμα[επεξεργασία]

προσέλκω

  1. τραβώ
  2. έλκω, ελκύω
  3. αγκαλιάζω
  4. σέρνω προς τα εμπρός

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]