έλκω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- έλκω < αρχαία ελληνική ἕλκω < ϝέλκω < ρίζα ϝελκ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)elk- (ελκύω, τραβώ)
Ρήμα
[επεξεργασία]έλκω (παθητική φωνή: έλκομαι)
- τραβώ προς το μέρος μου ένα σώμα (όντας ακίνητος), το σύρω, το σέρνω με άμεση ή έμμεση επαφή,
- ερωτική έλξη
- Με έλκει ο Γιώργος
- (φυσική) ασκώ από απόσταση βαρυτική, ηλεκτρική ή μαγνητική δύναμη σε ένα σώμα και το εξαναγκάζω να κινηθεί προς το μέρος μου
- ελκύω
- για να δηλωθεί καταγωγή