ρακιτζίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ρακιτζίζω ουδέτερο
- (ιδιωματικό) κάνω απόσταξηστροφυλιάς για παραγωγή ρακής (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ρακιτζίζω | ρακίτζιζα | θα ρακιτζίζω | να ρακιτζίζω | ρακιτζίζοντας | |
β' ενικ. | ρακιτζίζεις | ρακίτζιζες | θα ρακιτζίζεις | να ρακιτζίζεις | ρακίτζιζε | |
γ' ενικ. | ρακιτζίζει | ρακίτζιζε | θα ρακιτζίζει | να ρακιτζίζει | ||
α' πληθ. | ρακιτζίζουμε | ρακιτζίζαμε | θα ρακιτζίζουμε | να ρακιτζίζουμε | ||
β' πληθ. | ρακιτζίζετε | ρακιτζίζατε | θα ρακιτζίζετε | να ρακιτζίζετε | ρακιτζίζετε | |
γ' πληθ. | ρακιτζίζουν(ε) | ρακίτζιζαν ρακιτζίζαν(ε) |
θα ρακιτζίζουν(ε) | να ρακιτζίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ρακίτζισα | θα ρακιτζίσω | να ρακιτζίσω | ρακιτζίσει | ||
β' ενικ. | ρακίτζισες | θα ρακιτζίσεις | να ρακιτζίσεις | ρακίτζισε | ||
γ' ενικ. | ρακίτζισε | θα ρακιτζίσει | να ρακιτζίσει | |||
α' πληθ. | ρακιτζίσαμε | θα ρακιτζίσουμε | να ρακιτζίσουμε | |||
β' πληθ. | ρακιτζίσατε | θα ρακιτζίσετε | να ρακιτζίσετε | ρακιτζίστε | ||
γ' πληθ. | ρακίτζισαν ρακιτζίσαν(ε) |
θα ρακιτζίσουν(ε) | να ρακιτζίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ρακιτζίσει | είχα ρακιτζίσει | θα έχω ρακιτζίσει | να έχω ρακιτζίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ρακιτζίσει | είχες ρακιτζίσει | θα έχεις ρακιτζίσει | να έχεις ρακιτζίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ρακιτζίσει | είχε ρακιτζίσει | θα έχει ρακιτζίσει | να έχει ρακιτζίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ρακιτζίσει | είχαμε ρακιτζίσει | θα έχουμε ρακιτζίσει | να έχουμε ρακιτζίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ρακιτζίσει | είχατε ρακιτζίσει | θα έχετε ρακιτζίσει | να έχετε ρακιτζίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ρακιτζίσει | είχαν ρακιτζίσει | θα έχουν ρακιτζίσει | να έχουν ρακιτζίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κάνω απόσταξη για ρακή
|
Πηγές[επεξεργασία]
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)