στροφυλιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στροφυλιά | οι | στροφυλιές |
γενική | της | στροφυλιάς | των | στροφυλιών |
αιτιατική | τη | στροφυλιά | τις | στροφυλιές |
κλητική | στροφυλιά | στροφυλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στροφυλιά < ελληνιστική στρέμφυλον < αρχαία ελληνική στέμφυλον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στροφυλιά θηλυκό
- το σύνολο των στερεών καταλοίπων από το πάτημα των σταφυλιών που υποβάλλεται στη συνέχεια σε διεργασία απόσταξης για την παραγωγή της ρακής ή του τσίπουρου
- τύπος κρασιού που παράγεται από στέμφυλα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- Στροφυλιά (τοπωνύμιο)
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- η στροφυλιά περιλαμβάνει κυρίως τα κουκούτσια, τις φλούδες των σταφυλιών και τους κλώνους από τα τσαμπιά
- η επίσημη ονομασία της είναι η αρχαία "στέμφυλον"
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στροφυλιά
|
Κατηγορίες:
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)