ρεκτιφιέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρεκτιφιέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική rectifier (ρήμα: επιδιορθώνω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɾe.ktiˈfçe/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρεκτιφιέ ουδέτερο άκλιτο

  1. (μηχανολογία): η αποκατάσταση μιας μηχανής, στην αρχική εργοστασιακή κατάσταση ώστε να λειτουργεί σωστά
  2. (ειδικότερα) η αποκατάσταση ενός φθαρμένου κυλίνδρου, με λείανση των εξωτερικών τοιχωμάτων του
    έκανα ρεκτιφιέ στο αυτοκίνητο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]