ρομβωτών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ρομβωτών
- γενική πληθυντικού του ρομβωτός
- γενική πληθυντικού του ρομβωτή
- γενική πληθυντικού του ρομβωτό
ρομβωτών