σερβίρομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σερβίρομαι, παθητική φωνή του ρήματος σερβίρω
Ρήμα[επεξεργασία]
σερβίρομαι
- πλασάρομαι, πρόχειρη έκφραση για την θετική, συνήθως αναληθή αυτοπαρουσίαση, παρουσιάζω τον εαυτό μου
- για τη μεταφορά, προσφορά, διανομή κατά συνδαιτυμόνα, παράθεση των φαγητών στο τραπέζι για εμένα ή άλλους
- Είχαμε έρθει πρώτοι κι ομως δεν σερβιριστήκαμε ακόμα
- Το φαγητό δεν σερβιρίστηκε ακόμα / Τώρα σερβίρεται το φρούτο
- Πρέπει να έχω το νου μου στο γλυκό, σερβιριστείτε μόνοι σας το κρέας
- Η κατσαρόλα είναι στο τραπέζι, σερβιριστείτε τη σούπα (πάρτε από μια μερίδα στο πιάτο σας)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σερβίρομαι
|