σεργέντης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σεργέντης < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική sergeant / sergent / serjant / sergient / sergant < λατινική serviens, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος servio < servus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ser-wo- < *ser-

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σεργέντης αρσενικό