σιλιγούδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σιλιγούδι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σιλιγούδι ουδέτερο
- σαμιαμίδι, σαύρα
- ※ σιλιγούδι είναι είδος μικρού ερπετού, παρομοίου προς το σαμιαμίδι (Φαίδων, Ι. Κουκούλης, τόμ. 6, εκδ. Παπαζήσης, 1948, σελ. 489)
- (μεταφορικά) αδύνατος
- ※ Σημείωσον ότι οι Μυκόνιοι νύν ως σιλιγούδι χαρακτηρίζουσι τον αδύνατον (Φαίδων, Ι. Κουκούλης, τόμ. 6, εκδ. Παπαζήσης, 1948, σελ. 489)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σιλιγούδι
|