σκάλλω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σκύλλω

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκάλλω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

σκάλλω

  1. αναδεύω, ανακινώ
  2. σκαλίζω, σκάβω

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]