σκουντημένων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής
[επεξεργασία]σκουντημένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του σκουντημένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του σκουντημένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του σκουντημένος