σναϊπάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σναϊπάρω < σνάιπ + -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική snipe

Ρήμα[επεξεργασία]

σναϊπάρω, αόρ.: σναϊπάρισα/σνάιπαρα (χωρίς παθητική φωνή)

Κλίση[επεξεργασία]

  • Δεύτεροι τύποι του αορίστου όπως ο παρατατικός: σνάιπαρα
  • Δεύτερος εξαρτημένος τύπος: σναϊπάρω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]