σουσουδίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σουσουρίζω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σουσουδίζω < σουσού, σουσούδ(ες) + -ίζω < γαλλική chouchou < chou

Ρήμα[επεξεργασία]

σουσουδίζω, αόρ.: σουούδισα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]