σπιτώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπιτώνω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

σπιτώνω

  1. παρέχω σε κάποιον σπίτι για να μένει
  2. (μεταφορικά) παρέχω συγκατοίκηση σε άτομο με το οποίο έχω παράνομη ερωτική σχέση

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]