σταυρωτών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
σταυρωτών
- γενική πληθυντικού του σταυρωτός
- γενική πληθυντικού του σταυρωτή
- γενική πληθυντικού του σταυρωτό