στεφανώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

στεφανώνομαι, π.αόρ.: στεφανώθηκα, μτχ.π.π.: στεφανωμένος, (ενεργ.: στεφανώνω)