συγκυβερνώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συγκυβερνώ < συν- + κυβερνώ < αρχαία ελληνική κυβερνάω / κυβερνῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

συγκυβερνώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]