συγχωνεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συγχωνεύω < συν- + χωνεύω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /siŋ.xoˈne.vo/

Ρήμα[επεξεργασία]

συγχωνεύω, πρτ.: συγχώνευα, στ.μέλλ.: θα συγχωνεύσω, αόρ.: συγχώνευσα, παθ.φωνή: συγχωνεύομαι, μτχ.π.π.: συγχωνευμένος

  • ενώνω όμοια στοιχεία σε ένα ενιαίο σύνολο
οι δύο εταιρείες αποφάσισαν να συγχωνεύσουν τις δυνάμεις τους

Μεταφράσεις[επεξεργασία]