συμμόρφωσης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
συμμόρφωσης θηλυκό
- γενική ενικού του συμμόρφωση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- συμμορφώσεως (λόγιο)
συμμόρφωσης θηλυκό