συμπαρατάσσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συμπαρατάσσω < αρχαία ελληνική συμπαρατάσσομαι / συμπαρατάττομαι < σύν + παρατάσσω < παρά + τάσσω / τάττω
Ρήμα
[επεξεργασία]συμπαρατάσσω (παθητική φωνή: συμπαρατάσσομαι)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- συμπαράταξη
- συμπαρατασσόμενος
- → δείτε τις λέξεις παρατάσσω και τάσσω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συμπαρατάσσω
|