συνεισφέρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνεισφέρω < αρχαία ελληνική συνεισφέρω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /si.niˈsfe.ɾo/

Ρήμα[επεξεργασία]

συνεισφέρω

  1. συμμετέχω υλικά ή ηθικά σ΄έναν κοινό σκοπό
    Θα ήθελα να συνεισφέρω κι εγώ στην αγορά δώρου
    Συνεισφέρει στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. συνεισφέρω συνεισέφερα θα συνεισφέρω να συνεισφέρω συνεισφέροντας
β' ενικ. συνεισφέρεις συνεισέφερες θα συνεισφέρεις να συνεισφέρεις συνείσφερε
γ' ενικ. συνεισφέρει συνεισέφερε θα συνεισφέρει να συνεισφέρει
α' πληθ. συνεισφέρουμε συνεισφέραμε θα συνεισφέρουμε να συνεισφέρουμε
β' πληθ. συνεισφέρετε συνεισφέρατε θα συνεισφέρετε να συνεισφέρετε συνεισφέρετε
γ' πληθ. συνεισφέρουν(ε) συνεισέφεραν
συνεισφέραν(ε)
θα συνεισφέρουν(ε) να συνεισφέρουν(ε)
Ο Αόριστος κλίνεται όπως και ο Παρατατικός. Παρακείμενος: έχω συνεισφέρει

Μεταφράσεις[επεξεργασία]