συστρατηγώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συστρατηγώ < συν + στρατηγέω <στρατός + άγω +jω

Ρήμα[επεξεργασία]

συστρατηγώ

  • συνδιοικώ ως στρατηγός ένα στράτευμα, δηλαδή μαζί με άλλους στρατηγούς που έχουν αναλάβει επίσης από ένα μεγάλο τμήμα στρατού, που είναι ισόβαθμοί μου

Συγγενικά[επεξεργασία]