σχολικός τροχονόμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σχολικός τροχονόμος < → δείτε τις λέξεις σχολικός και τροχονόμος

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

σχολικός τροχονόμος αρσενικό (θηλυκό σχολική τροχονόμος)

  • υπάλληλος ή εθελοντής που επιβλέπει την ασφαλή διάβαση δρόμων με τροχαία κυκλοφορία από παιδιά που πηγαίνουν στο σχολείο τους

Μεταφράσεις[επεξεργασία]