σωφρονίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σωφρονίζω < αρχαία ελληνική σωφρονίζω < σώφρων

Ρήμα[επεξεργασία]

σωφρονίζω (παθητική φωνή: σωφρονίζομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]