σόκιν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
σόκιν άκλιτο
- που μπορεί να σοκάρει επειδή είναι πολύ τολμηρός από σεξουαλική άποψη
- Είδαμε εκεί κάτι πολύ σόκιν φωτογραφίες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σόκιν
|