σόου μπίζνες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σόου μπίζνες < αγγλική show business
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σόου μπίζνες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό, άκλιτο (θεωρείται θηλυκό και πληθυντικός κατά τη λέξη μπίζνες)
- εταιρείες ή επιχειρήσεις που ασχολούνται με το χώρο του θεάματος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σόου μπίζνες