ταμπάκου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

ταμπάκου

  1. (αρσενικό) γενική ενικού του ταμπάκος
  2. (ουδέτερο) γενική ενικού του ταμπάκο