τειχομαχώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τειχομαχῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τειχομαχώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τειχομαχῶ, συνηρημένος τύπος του τειχομαχέω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ti.xo.maˈxo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τει‐χο‐μα‐χώ}}

Ρήμα[επεξεργασία]

τειχομαχώ, αόρ.: τειχομάχησα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (παρωχημένο) πολεμάω γύρα από τα τείχη
  2. (παρωχημένο) πολεμάω για την υπεράσπιση των τειχών]]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη τείχος

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]