τιμονεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τιμονεύω < τιμόνι
Ρήμα
[επεξεργασία]τιμονεύω
- κρατώ το τιμόνι μέσου μεταφοράς
- χειρίζομαι το τιμόνι σε ακολουθούμενη πορεία.
- (μεταφορικά) ασκώ διοίκηση
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τιμονεύω
|