τιμονιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τιμονιάζω < τιμόνι
Ρήμα
[επεξεργασία]τιμονιάζω
- κρατώ το τιμόνι μέσου μεταφοράς
- χειρίζομαι το τιμόνι σε ακολουθούμενη πορεία.
- (μεταφορικά) ασκώ διοίκηση
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τιμονιάζω | τιμόνιαζα | θα τιμονιάζω | να τιμονιάζω | τιμονιάζοντας | |
β' ενικ. | τιμονιάζεις | τιμόνιαζες | θα τιμονιάζεις | να τιμονιάζεις | τιμόνιαζε | |
γ' ενικ. | τιμονιάζει | τιμόνιαζε | θα τιμονιάζει | να τιμονιάζει | ||
α' πληθ. | τιμονιάζουμε | τιμονιάζαμε | θα τιμονιάζουμε | να τιμονιάζουμε | ||
β' πληθ. | τιμονιάζετε | τιμονιάζατε | θα τιμονιάζετε | να τιμονιάζετε | τιμονιάζετε | |
γ' πληθ. | τιμονιάζουν(ε) | τιμόνιαζαν τιμονιάζαν(ε) |
θα τιμονιάζουν(ε) | να τιμονιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τιμόνιασα | θα τιμονιάσω | να τιμονιάσω | τιμονιάσει | ||
β' ενικ. | τιμόνιασες | θα τιμονιάσεις | να τιμονιάσεις | τιμόνιασε | ||
γ' ενικ. | τιμόνιασε | θα τιμονιάσει | να τιμονιάσει | |||
α' πληθ. | τιμονιάσαμε | θα τιμονιάσουμε | να τιμονιάσουμε | |||
β' πληθ. | τιμονιάσατε | θα τιμονιάσετε | να τιμονιάσετε | τιμονιάστε | ||
γ' πληθ. | τιμόνιασαν τιμονιάσαν(ε) |
θα τιμονιάσουν(ε) | να τιμονιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τιμονιάσει | είχα τιμονιάσει | θα έχω τιμονιάσει | να έχω τιμονιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις τιμονιάσει | είχες τιμονιάσει | θα έχεις τιμονιάσει | να έχεις τιμονιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει τιμονιάσει | είχε τιμονιάσει | θα έχει τιμονιάσει | να έχει τιμονιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τιμονιάσει | είχαμε τιμονιάσει | θα έχουμε τιμονιάσει | να έχουμε τιμονιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε τιμονιάσει | είχατε τιμονιάσει | θα έχετε τιμονιάσει | να έχετε τιμονιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τιμονιάσει | είχαν τιμονιάσει | θα έχουν τιμονιάσει | να έχουν τιμονιάσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τιμονιάζω
|