τιμονιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τιμονιάζω < τιμόνι

τιμονιάζω

  1. κρατώ το τιμόνι μέσου μεταφοράς
  2. χειρίζομαι το τιμόνι σε ακολουθούμενη πορεία.
  3. (μεταφορικά) ασκώ διοίκηση

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]