τιτζυρόκωλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Κυπριακά (el-cyp)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τιτζυρόκωλος < τίτζυρ(ος) (γυμνός) + -ό- + κώλος
Επίθετο[επεξεργασία]
τιτζυρόκωλος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη τίτζυρος
Πηγές[επεξεργασία]
- σελ. 821 - Αθανάσιος Α. Σακελλάριος (1826-1901). Τα Κυπριακά, Τόμος Β΄