τραπ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τραπ < αγγλική trap < μέση αγγλική trappe < δυτική πρωτογερμανική *trappjā / *trappjan < πρωτογερμανική *trapjaną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *drebʰ-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τραπ θηλυκό άκλιτο
- (μουσική) υποείδος της χιπ χοπ μουσικής, που προέκυψε από τον συνδυασμό της με την ηλεκτρονική μουσική, και χαρακτηρίζεται από απειλητικούς στίχους με συχνές αναφορές σε βία, ναρκωτικά και σεξ, ήχο που ενσωματώνει μισές ή τριπλές διαιρέσεις του χρόνου, βαριά μπάσα κ.λπ.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τη δυτική πρωτογερμανική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)