τσακίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /t͡saˈci.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσα‐κί‐ζο‐μαι

Ρήμα[επεξεργασία]

τσακίζομαι, π.αόρ.: τσακίστηκα, μτχ.π.π.: τσακισμένος, (ενεργ.: τσακίζω)