υπερκαταναλώσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
υπερκαταναλώσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του υπερκατανάλωση
- εναλλακτικά: υπερκατανάλωσης
υπερκαταναλώσεως θηλυκό