υπονυστάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπονυστάζω < αρχαία ελληνική ὑπονυστάζω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.po.niˈsta.zo/
Ρήμα[επεξεργασία]
υπονυστάζω
- (παρωχημένο) με παίρνει ο ύπνος σιγά-σιγά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπονυστάζω