υστεροβούλως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υστεροβούλως < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὑστεροβούλως < ὑστερόβουλος. Συγχρονικά αναλύεται σε υστερόβουλ(ος) + -ως

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.ste.ɾoˈvu.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐στε‐ρο‐βού‐λως
τονικό παρώνυμο: υστερόβουλος

Επίρρημα[επεξεργασία]

υστεροβούλως

Πηγές[επεξεργασία]