υστεροβούλως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υστεροβούλως < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὑστεροβούλως < ὑστερόβουλος. Συγχρονικά αναλύεται σε υστερόβουλ(ος) + -ως
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.ste.ɾoˈvu.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐στε‐ρο‐βού‐λως
- τονικό παρώνυμο: υστερόβουλος
Επίρρημα[επεξεργασία]
υστεροβούλως
Πηγές[επεξεργασία]
- «υστερόβουλος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- υστεροβούλως - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ως (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)