φαεινότης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φαεινότης < φαεινός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φαεινότης θηλυκό (γενική φαινότητος, δόκιμος ο ενικός)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]