φελιζόλ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

κομμάτια φελιζόλ

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φελιζόλ < από την ονομασία εμπορικού προϊόντος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φελιζόλ ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]