πολυστερίνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυστερίνη οι πολυστερίνες
      γενική της πολυστερίνης των πολυστερινών
    αιτιατική την πολυστερίνη τις πολυστερίνες
     κλητική πολυστερίνη πολυστερίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολυστερίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική polystyrene[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική polystyrène[1] < αρχαία ελληνική πολύς + λατινική styrax / storax < αρχαία ελληνική στύραξ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πολυστερίνη θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι και συντομομορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • polystyrene στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 πολυστερίνηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)