φθινόκαρπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ὁ, ἡ φθινόκαρπος, το φθινόκαρπον
- το δέντρο που δεν καρποφορεί, που δεν είναι πια γόνιμο ή έχουν κοπεί τα κλαριά του