φιλτράρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιλτράρω < φίλτρο από τα ιταλικά < αρχαία ελληνική φίλτρον
Ρήμα[επεξεργασία]
φιλτράρω (παρατ. φίλτραρα, μελ. διαρκ. θα φιλτράρω, αορ. φιλτράρησα, φιλτραρισμένος)
- περνώ από φίλτρο υλικό για να το καθαρίσω από στερεά υπολείμματα άλλων ουσιών
- (μεταφορικά) περνάω από φίλτρο τις θεωρίες, απόψεις, γνώμες, γνώσεις των άλλων προτού κρατήσω για εμένα εκείνο που θέλω, απορρίπτοντας όσα στοιχεία δεν με βρίσκουν σύμφωνο