χάρων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
χάρων αρσενικό
- γενική πληθυντικού του χάρος
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
χάρων < χάρμη (η άγρια χαρά)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χάρων-ωνος αρσενικό ή θηλυκό
- με μάτια λαμπερά, αστραφτερά, με άγρια ματιά
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Χάρων-ωνος αρσενικό
- ο πορθμέας του Στυγός, ο Χάρος (ίσως επειδή θεωρείτο πως τα μάτια του είχαν μια εξαιρετικά διαπεραστική, φλογερή λάμψη)