χαβαλεδιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαβαλεδιάζω < χαβαλές < τουρκική havale (μεταφορά, μετάθεση) < αραβική حوالة (hawāla: ανταλλαγή, επιταγή)

Ρήμα[επεξεργασία]

χαβαλεδιάζω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]