χαλέπτω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
χαλέπτω < χαλεπαίνω
Ρήμα[επεξεργασία]
χαλέπτω μέλλ. χαλέψω
- ως μεταβατικό του ρήματος χαλεπαίνω σημαίνει συντρίβω κάποιον, τον βλάπτω, τον γονατίζω
- Ζευς....ῥέα μέν βριάει, ῥέα δέ βριάοντα χαλέπτει
- Ο Δίας... εύκολα μεν κάνει δυνατό κάποιον, αλλά κι εύκολα ταπεινώνει εκείνον που προτίτερα δυνάμωσε
- Ζευς....ῥέα μέν βριάει, ῥέα δέ βριάοντα χαλέπτει
- ως αμετάβατο σημαίνει οργίζομαι, αγανακτώ
- χαλεψαμένης Ἀφροδίτης...
- εξοργισμένη η Αφροδίτη...
- χαλεφθείς με δοτική: οργισμένος με κάποιον
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- χαλέπτω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.