χαλεπαίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
χαλεπαίνω < χαλεπός
Ρήμα[επεξεργασία]
χαλεπαίνω
- θυμώνω, οργίζομαι με κάτι ή με κάποιον, αγανακτώ για κάτι
- χαλεπαίνοντες τοῖς εἰρημένοις : χολομένοι, εξοργισμένοι με αυτά που ειπώθηκαν
- ενισχύομαι, γίνομαι πιο επιθετικός (και για στοιχεία της φύσης)
- οὔτ᾽ ἄνεμος τόσσόν γε περί δρυσίν ὑψικόμοισι ἠπύει, ὅς τε μάλιστα μέγα βρέμεται χαλεπαίνων
- (παθητικό) πικραίνομαι, μου συμπεριφέρονται σκληρά και βάναυσα, με προκαλούν, δυσαρεστούμαι
- καὶ Χειρίσοφος αὐτῷ ἐχαλεπάνθη ὅτι οὐκ εἰς κώμας ἤγαγεν. ὁ δ᾽ ἔλεγεν ὅτι οὐκ εἶεν ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ: ο Χειρίσοφος θύμωσε μαζί του <με τον οδηγό> που δεν τους πήγαινε σε κατοικημένα χωριά κι εκείνος έλεγε ότι στην περιοχή εκείνη δεν υπήρχε κανένα
Κλίση[επεξεργασία]
- τύπου που απαντούν:
- Ενεργ. ενεστ. χαλεπαίνω μέλλοντας χαλεπανῶ αόρ. ἐχαλέπηνα
- Παθητ. αόρ. ἐχαλεπάνθην