χαχανίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαχανίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χαχανίζω < χάχανο (ηχομιμητική λέξη) + -ίζω. Δείτε και το καγχάζω.

Ρήμα[επεξεργασία]

χαχανίζω, αόρ.: χαχάνισα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. γελάω έντονα (συνήθως ενοχλητικά για κάποιους)
  2. γελάω ανόητα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαχανίζω < χάχανο (ηχομιμητική λέξη) + -ίζω


ζητούμενο λήμμα