χεδροπός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χεδροπός < αβέβαιης ετυμ. ίσως από το χειροδρόπος (δεν έχει καταρριφθεί η παλιότερη θεωρία ότι προέρχεται από τα χείρ + δρέπω)

Επίθετο[επεξεργασία]

χεδροπός, ός, όν (γενική πληθ.: χεδρόπων και χεδροπῶν)

  • αβέβαιο, ίσως ο καρπός που συλλέγεται με το χέρι, εικάζεται ότι ίσως υπήρξε και λέξη χέδροψ, γενικά απαντάται σε ελληνιστικά κείμενα με ποικίλους τονισμούς
  • χειροδρόποι δ᾽ ἵνα φῶτες ἄτερ δρεπάνοιο λέγονται ὄσπρια, χέδροπά τ᾽ ἄλλα
  • τοὺς καρποὺς τοὺς χέδροπας

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Άλλες μορφές[επεξεργασία]