χειροσφαιρίσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
χειροσφαιρίσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του χειροσφαίριση
- εναλλακτικά: χειροσφαίρισης
χειροσφαιρίσεως θηλυκό