χημική αντίδραση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
χημική αντίδραση θηλυκό
- (χημεία) η διαδικασία μετασχηματισμού μιας χημικής ουσίας, που περιγράφεται ως χημική εξίσωση
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χημική αντίδραση
|