χρωματικό σφάλμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρωματικό σφάλμα < → δείτε τις λέξεις χρωματικός και σφάλμα
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
χρωματικό σφάλμα ουδέτερο
- (φυσική, τεχνολογία) οποιαδήποτε απόκλιση ή παραμόρφωση που οφείλεται σε διαφορά μήκους κύματος των χρωμάτων
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χρωματικό σφάλμα
|